προτρύγαιος

προτρύγαιος
-ον, Α
1. (προσωνυμία κυρίως τού Διονύσου αλλά και άλλων θεών) ο προϊστάμενος τού τρυγητού ή ο προστάτης τού τρύγου (α. «ἑορτὴ Διονύσου προτρυγαίου», Αχιλλ. Τάτ.
β. «προτρύγαιοι θεοί», Πολυδ.)
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ προτρύγαια
γιορτή τού Διονύσου και τού Ποσειδώνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ-* + τρύγη «συγκομιδή καρπών» + κατάλ. -αιος (πρβλ. προ-πύλ-αιος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • προτρύγαιον — προτρύγαιος presiding over the vintage masc/fem acc sg προτρύγαιος presiding over the vintage neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προτρυγαίου — προτρύγαιος presiding over the vintage masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προτρύγαια — προτρύγαιος presiding over the vintage neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προτρύγαιοι — προτρύγαιος presiding over the vintage masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”